Έτσι στις 20 Νοεμβρίου 1989 εκπέμπει ο πρώτος ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός, Mega Channel , ενώ την πρωτοχρονιά του 1990 ο Antenna TV. Στη συνέχεια βρίσκουν συχνότητα το ΚΑΝΑΛΙ 29 και το NEW CHANNEL.
Αρχικά τον Οκτώβριο του 1988 το τηλεοπτικό κρατικό μονοπώλιο σπάει μέσω ΕΡΤ. Η κρατική τηλεόραση αναμεταδίδει δωρεάν 6 δορυφορικά κανάλια (CNN International, RAI2, SAT1, TV5, Horizon, Super Channel) και έτσι εισέρχεται για πρώτη φορά στην καθημερινότητα του έλληνα τηλεθεατή η τακτική του ζάπινγκ.
Το 1990 η κωμική σειρά «Οι αυθαίρετοι» του Βασίλη Νεμέα σε σκηνοθεσία Νίκου Κουτελιδάκη χαρακτηρίζει την εποχή στις αρχές του `90 και ανοίγει την αυλαία στις κωμικές σειρές στο Mega. Ένα χρόνο αργότερα «Οι Τρείς Χάριτες» των Μ. Ρέππα και Μ. Παπαθανασίου γίνονται για μια τριετία η σειρά θρύλος για το κανάλι. Την ακολουθεί η χαρακτηριστικότερη cult εκπομπή της δεκαετίας που είναι «Το Ρετιρέ» του Γ. Δαλιανίδη.
Μέχρι το 1993 η πρωινή ζώνη ενημέρωσης άνηκε αποκλειστικά στο ραδιόφωνο με την τηλεόραση να ξεκινάει το πρόγραμμά της το μεσημέρι. Ο Γ. Παπαδάκης κάνει εκείνο το χρόνο την αρχή με την εκπομπή «Καλημέρα Ελλάδα». Τη σκυτάλη παραδίδει στη Ρούλα Κορομηλά, την χαρακτηριζόμενη από πολλούς ως «Σταχτοπούτα της ελληνικής τηλεόρασης», με την εκπομπή «Πρωινός Καφές».
Την ίδια χρονιά ο ραδιοφωνικός ΣΚΑI φιλοδοξεί να στήσει τον πρώτο αμιγώς ενημερωτικό τηλεοπτικό σταθμό. Στα τέλη του 1993 το ΚΑΝΑΛΙ 29 δίνει τη συχνότητά του στο Star Channel με πρωτεργάτη το Ν. Μαστοράκη. To Star ταύτισε για μεγάλο διάστημα το πρόγραμμά του με τις πρώτες προβολές ξένων ταινιών και επιτυχημένων ξένων σειρών.
Αν και η ιδιωτική τηλεόραση στα πρώτα της βήματα μέτραγε στο ενεργητικό της σημαντικές νεωτερικότητες, η κύρια διαφορά με την κρατική αφορούσε την κάλυψη της επικαιρότητας. Ο λόγος και οι δημοσιογράφοι ήταν πλέον περισσότεροι καθημερινοί. Οι ειδήσεις ξέφυγαν από την απλή ανάγνωση – παρουσίαση της κυβερνητικής ανακοίνωσης. Παρείχαν κριτική, έφερναν στο φως προβλήματα της καθημερινότητες και παρείχαν ένα ανοικτό πεδίο διαλόγου σε κόμματα και πολιτικούς. Ο τηλεθεατής αισθάνονταν ότι παρέχεται σε αυτόν η άλλη άποψη και όλα αυτά που δεν θα άκουγε ποτέ στις κυβερνητικά παρεμβαλλόμενες ειδήσεις της ΕΡΤ.
Έτσι, όπως σε όλες τις δυτικές χώρες, τα πολιτικά κόμματα «αγκάλιασαν» την ιδιωτική τηλεόραση σε σημείο που αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τις παραδοσιακές τους τακτικές επικοινωνίες με τους πολίτες σύμφωνα με τις ανάγκες του μέσου.
Σταδιακά και οι έλληνες πολιτικοί αρχίζουν να υιοθετούν ένα ρόλο μ’ εκείνο των τηλεοπτικών χαρακτήρων ή τηλεπαρουσιαστών, διότι γνωρίζουν ότι οι ψηφοφόροι θα εκλέξουν εκείνους που είναι περισσότεροι «τηλεγενείς» (σε αντίθεση με το παλαιότερο όρο «μπαλκονάτος πολιτικός»). Έτσι η πολιτικοί γίνονται απλά αρεστοί χωρίς να δίνουν πλέον ουσία στης πολιτικές θέσεις και ιδέες που πρεσβεύουν[1].
Ο αντίκτυπος της δύναμης της τηλεόρασης ήταν οι βουλευτικές εκλογές του 1996, όπου χαρακτηρίστηκαν ως εκλογές του καναπέ. Καθότι είναι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση που η προεκλογική αντιπαράθεση άρχισε να διεξάγεται στους τηλεοπτικούς δέκτες με τις τηλεοπτικές διαφημίσεις και τις εκπομπές συζητήσεων να είναι η νέα εκδοχή των συγκεντρώσεων και των πολιτικών καφενείων.
Τον Ιανουάριο του 1996 η ελληνική τηλεόραση βιώνει την μεγάλη στιγμή της ζωντανής σύνδεσης. Σχεδόν όλα τα τηλεοπτικά δελτία κατακλύζονται από τα αποκαλούμενα «τηλεοπτικά παράθυρα» με ζωντανές συνδέσεις και κάλυψη των γεγονότων σε πραγματικό χρόνο. Είναι η στιγμή που η κάμερα του ΣΚΑΙ αποθανατίζει κάθε κίνηση του ελληνικού στόλου στην πορεία απεμπλοκής στην περιοχή των Ιμίων. Το πρώτο ίσως περιστατικό που αναδείχτηκε από τη τηλεόραση, πυροδοτήθηκε από τη τηλεόραση, και ξεφούσκωσε αρκετά ανώμαλα πάλι μέσα από τη τηλεόραση
Στα τέλη του `90 ένας μιμητισμός απλώνεται στην τηλεόραση, που ωθεί το κάθε σταθμό να σπεύσει να καλύψει ένα συμβάν, ό,τι κι αν είναι αυτό, με την πρόφαση ότι τα άλλα μέσα δίνουν μεγάλη σημασία. Τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων απογύμνωσαν την είδηση από το νόημα της και βυθίστηκαν σε συναισθηματικές αναφορές. Οι εκπομπές σταδιακά στρέφουν το ενδιαφέρον προς την κοινωνία και τα ατομικά προβλήματα των μελών της και μετατρέπουν σε θέαμα τη κοινωνική δυστυχία [2]. Ο Antenna πρωτοπορεί εκείνη την εποχή με ένα πρωτόγνωρο είδος εκπομπής reality. Η εκπομπή «Κεντρί» της Ν. Ράγιου, η «Κόκκινη Κάρτα» με το Γ. Παπαδάκη και το «Επιτέλους Μαζί» του Α. Μικρούτσικου αποτέλεσαν τις ναυαρχίδες στο είδος τους. Για πρώτη φορά κοινό στο τηλεοπτικό στούντιο συζητούσε με ειδικούς ή μη προβλήματα ανθρώπων που ήταν παρόντες και προσπαθούσαν να βρουν μια λύση. Οι παρουσιαστές συναισθηματικά φορτισμένοι αντιμετώπιζαν τους «προσκεκλημένους» περισσότερο ως θέαμα παρά ως άτομο. Δεν είναι λίγες οι παρεμβάσεις του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (για την εκπομπή Επιτέλους Μαζί που ήταν και η χειρότερη στο είδος της) για μεροληπτική προβολή έλλειψη αντικειμενικότητα και μη τήρηση κανόνων δεοντολογίας.
Το 2000 δημιουργείται το Alter που διαδέχτηκε το Κανάλι 5 και στη συνέχεια Alter 5 συμφερόντων Κουρή. Ένα απο τα χαρακτηριστικότερα μικρά κανάλια της δεκαετίας του 90 τo New Channel μετονομάστηκε σε New Tempo και Tempo. Παράλληλα ο ΣΚΑΙ μετατρέπεται, σε Alpha Skai και τελικά σε ALPHA με την αλλαγή ιδιοκτησίας.
Σταδιακά οι τηλεοπτικοί σταθμοί άρχισαν να βιώνουν ολοένα και πιο άγριο ανταγωνισμό. Η πίεση δημιουργεί βιομηχανία των ειδήσεων και σταδιακά προγράμματα που αποφέρουν μόνο διαφημιστικό κέρδος με αμφίβολη ποιότητα. Τότε τα ευρωπαϊκά Reality shows κάνουν και στην Ελλάδα την εμφάνισή τους. Στο Antenna με το «Big Brother» και στο Mega με το «Bar», και τον επόμενο χρόνο με το «Fame Story» και το «The Pop Stars» αντίστοιχα. Είναι η περίοδος που δημιουργούνται νέα είδωλα – πρότυπα «μικροί ήρωες της καθημερινότητάς μας» (κατά Α. Μικρούτσικο).
Το παράδοξο της περιόδου είναι πως ενώ ο αριθμός των καναλιών πολλαπλασιάζεται, το αντικείμενο της τηλεόρασης στο σύνολό της συρρικνώνεται γύρω από το βασικό κέντρο ενδιαφέροντος που είναι η ίδια η τηλεόραση. Έτσι δίνονταν ιδιαίτερη σημασία στους τυχόν «σταρς» της μικρής οθόνης. Τότε η μεσημεριανή ζώνη, η οποία μέχρι τότε μετέδιδε ξένες σειρές, άρχισε να κατακλύζεται με εκπομπές κοινωνικής κριτικής. Πρώτες στο είδος τους η Τ. Στεφανίδου και η Χ. Λαμπίρη. Οι εκπομπές τηλεσαβούρας (trash tv) ενδιαφέρονται περισσότερο για το τοπικό παρά για το διεθνές, για την ατομική μοίρα παρά για τη συλλογική επιδιώκοντας τελικά τον αντικατοπτρισμό των τηλεθεατών. Η θεματολογία τους αναμασά τα ήδη ειπωμένα από άλλες εκπομπές, και δημιουργεί δήθεν συζητήσεις σχετικά με την ζωή αυτοσχέδιων κοσμικών αστέρων. Δεν είναι τυχαίο πως δημιουργήθηκαν εκείνοι την περίοδο αρκετοί τηλεαστέρες που αν και οι ίδιοι δεν είχαν λόγο παρουσίας στη τηλεόραση εντούτοις κατάκλυζαν τις εκπομπές και αναδείκνυαν θέματα χωρίς σημασία.
Οι εκπομπές αυτές έφτασαν να επηρεάσουν τόσο πολύ τη θεματολογία των καναλιών που το Star αυτοχαρακτηρίστηκε ως «νεανικό – ψυχαγωγικό κανάλι». Τα δελτία ειδήσεων και οι πολιτικές εκπομπές σταδιακά έχασαν την αίγλη που είχαν το `90 και η πολιτική αντιμετωπίζεται πια περισσότερο ως life style κοινωνική είδηση.
Εν κατακλείδι, η είσοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα δεν άλλαξε απλά την παρουσίαση της είδησης και των γεγονότων αλλά επηρέασε και την ίδια την άσκηση της πολιτικής ακόμα και τις συνήθειες του μέσου έλληνα.
1.Βλέπε Στέλιο Παπαθανασόπουλου – Η Δύναμη τη τηλεόραση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997
2.Βλέπε Ιγνάσιο Ραμονέ – Η τυραννία των ΜΜΕ, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου